- λεπροὺς
- прокаженных
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
λεπρούς — λεπρός scaly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… … Dictionary of Greek
Ζαμπακός, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1831 – Κάιρο 1913). Γιατρός και λόγιος. Άσκησε την ιατρική στο Παρίσι αλλά διαχείμαζε στο Κάιρο, όπου διατηρούσε κλινική. Ο τότε χεδίβης (αντιβασιλιάς) της Αιγύπτου του απένειμε τον τίτλο του πασά για τις ιατρικές συμβουλές του … Dictionary of Greek